- εννεακοσιοστός
- η , ό[ν] девятисотый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενακοσιοστός — και εννακοσιοστός, ή, ό (AM ἐνακοσιοστός και ἐννεακοσιοστός, ή, όν) (τακτ. αριθμ.) αυτός που κατέχει στη σειρά τον αριθμό 900 … Dictionary of Greek
εννιακοσιοστός — εννιακοσιοστός, ή, ό και εννεακοσιοστός, ή, ό αριθμ. τακτ. 1. που σε σειρά κατέχει τον αριθμό 900. 2. το ουδ. ως ουσ., εννιακοσιοστό και εννεακοσιοστό καθένα από τα εννιακόσια ίσα μέρη, στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/900 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)